- γυιαρκής
- γυιαρκήςstrengthening the limbsmasc/fem nom sgγυιαρκηςstrengthening the limbsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυιαρκής — γυιαρκής, ές (Α) αυτός που ενισχύει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)] … Dictionary of Greek
γυιαρκέος — γυιαρκής strengthening the limbs masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) γυιαρκης strengthening the limbs masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… … Dictionary of Greek
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek